Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμπιασμα το [kómbjazma] Ο49 : εκφορά του λόγου που γίνεται με δυσκολία λόγω ενδοιασμών, συστολής ή απλώς λόγω αδυναμίας απρόσκοπτης έκφρασης.
[κομπιασ- (κομπιάζω) -μα]