Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμμι το [kómi] Ο γεν. κόμμεως : κολλώδης ουσία η οποία εκκρίνεται από εγκοπές στο φλοιό ορισμένων δέντρων: Ελαστικό ~, το καουτσούκ. Aραβικό ~, που εκκρίνεται από ορισμένα είδη αφρικανικής ακακίας.
[λόγ. < αρχ. κόμμι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομμισσάρια η· κομμεσσαρά· κομμεσσαρέα· κομμεσσάρια· κομμεσσαρία.
-
- Πληρεξούσια και υπεύθυνη για την εκτέλεση διαθήκης:
- (Διαθ. 17. αι. 327).
[<ιταλ. commissaria - παλαιότ. comme-. Η λ. και τ. κουμι‑ στο Somav. (λ. κωμι‑)]
- Πληρεξούσια και υπεύθυνη για την εκτέλεση διαθήκης:
[Λεξικό Κριαρά]
- κομμισσάριος ο· κομμεσσάριος· κουμμεσσάριος.
-
- Πληρεξούσιος· επιστάτης:
- κομμεσσάριος … ήλθε (ενν. εις την Ζάκυνθο) διά να μαζώξει τα χρέγια τα αφεντικά (Σουμμ., Ρεμπελ. 167)·
- επάρθησαν ύστερον υπό των κουμμεσσαρίων … τα οσπίτια ταύτα (Χειλά, Χρον. 351).
[<ιταλ. commissario - παλαιότ. comme‑. Η λ. και τ. κουμι‑ στο Somav. (λ. κωμι‑)]
- Πληρεξούσιος· επιστάτης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομμίωση η [komíosi] Ο33 : ασθένεια ορισμένων φυτών, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική έκκριση κόμμεως.
[λόγ. κόμμι -ωσις > -ωση απόδ. νλατ. gummosis]