Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμματος ο [kómatos] Ο20 : (προφ.) 1. (λαϊκ.) πολύ ωραία γυναίκα, συνήθ. ψηλή, εντυπωσιακή και με καμπύλες. 2. (σπάν.) μεγάλο κομμάτι.
[2: κομμάτ(ι) μεγεθ. -ος· 1: σημδ. τουρκ. parça]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματόσκυλο το [komatóskilo] Ο41 : (προφ., μειωτ.) φανατικό, πειθήνιο αλλά και εργατικό μέλος ενός κόμματος.
[κομματ- (κόμμα) 1 -ο- + σκυλ(ί) -ο]