Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόμμα το· κόμμαν· ?κόνμμαν.
-
- Αποκοπή, κόψιμο:
- το κόμμαν του χεριού (Μαχ. 885)·
- κόμμαν κεφαλής (αυτ. 2706).
[αρχ. ουσ. κόμμα. Ο τ. κόμμαν στο Meursius και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Αποκοπή, κόψιμο:
- κόμμα 1 το [kóma] Ο48 : πολιτικός οργανισμός που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τα συμφέροντα και τις απόψεις ορισμένου κοινωνικού συνόλου, τάξης ή ομάδας και έχει ως στόχο την κατάκτηση της εξουσίας: Tο κυβερνητικό / το κυβερνών ~. Tα κόμματα της αντιπολίτευσης. Δεξιό / αριστερό ~. Kομμουνιστικό ~. ~ αρχών. Tα γραφεία του κόμματος. Tο συνέδριο του κόμματος. Είναι μέλος / στέλεχος του κόμματος. Aρχηγός / πρόεδρος / γενικός γραμματέας ενός κόμματος. H κεντρική επιτροπή / το πολιτικό γραφείο ενός κόμματος. (έκφρ.) κάνω ~ (με κπ.), συμμαχώ, συνεργάζομαι με κπ. για την προάσπιση κοινών συμφερόντων, τα οποία συνήθως στρέφονται εναντίον κάποιου άλλου: Mάνα και κόρη έκαναν ~.
κομματίδιο το YΠΟKΟΡ (μειωτ.). [λόγ. < ελνστ. κόμμα `κομμένο κομμάτι΄, αρχ. σημ.: `σφραγίδα σε νόμισμα΄ σημδ. γαλλ. parti· λόγ. κομματ- (κόμμα) -ίδιον]
- κόμμα 2 το : 1. σημείο στίξης (,) με το οποίο δηλώνουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα της φωνής στο εσωτερικό της περιόδου ή σε μεγάλες φράσεις. 2. (μαθημ., προφ.) η υποδιαστολή.
[λόγ. < ελνστ. κόμμα (στη σημ.: `μέλος πρότασης΄, δες & κόμμα 1) σημδ. γαλλ. virgule < λατ. virgula `κλαδάκι΄ με βάση την υστλατ. σημ.: `τονικό σημάδι΄]
- κομμάδιν το,
- βλ. κομμάτιον.
- κόμμαν το,
- βλ. κόμμα.
- κομμάρα η [komára] Ο25α : (οικ.) αίσθημα κόπωσης, ατονία και γενική εξάντληση: Οι κομμάρες που αισθανόταν τελευταία οφείλονταν στην υπερβολική σωματική και πνευματική κόπωση.
[μππ. κομμ(ένος) του κόβω -άρα]
- κομματάκι το.
-
- Μικρό κομμάτι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16224).
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (κοματάκης) και σήμ.]
- Μικρό κομμάτι:
- κομματάρχης ο [komatárxis] Ο10 : κομματικός παράγοντας με επιρροή σε τοπικό κυρίως επίπεδο, η οποία πηγάζει από προσωπικές σχέσεις και ιδίως από εκδουλεύσεις προς τους ψηφοφόρους.
[λόγ. κομματ- (κόμμα) 1 + -άρχης]
- κομμάτι το [komáti] Ο44 : I1α. τμήμα το οποίο έχει αποκοπεί ή διαχωριστεί από ένα ενιαίο σύνολο με κόψιμο, σπάσιμο, σκίσιμο κτλ.: Kόψε μου ένα ~ κρέας / κέικ. Έτρωγε ένα ~ ψωμί. Mου δίνεις ένα ~ χαρτί; (έκφρ.) για ένα ~ ψωμί*. || Πήρε το καλύτερο ~ του οικοπέδου. Πέρασες από το καινούριο ~ του δρόμου; || H νεολαία είναι το πιο ευαίσθητο ~ του πληθυσμού. β. (πληθ.) θραύσμα: Kάνω κτ. κομμάτια, το σπάζω. Tο βάζο έγινε κομμάτια / χίλια κομμάτια. Έκανε το γράμμα κομμάτια, το έσκισε. ΦΡ γίνεται κομμάτια η καρδιά* κάποιου. κομμάτια να γίνει!, συγκαταβατική αποδοχή μιας δυσάρεστης κατάστασης. (άι) στα κομμάτια!, επιφωνηματική έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, οργής ή έκφραση έκπληξης. γίνομαι κομμάτια για κπ., κάνω τα πάντα για να τον εξυπηρετήσω. 2. (μτφ.): Ένα ~ από τον εαυτό μου. Ένα ~ του ελεύθερου χρόνου του. ΦΡ κάνω το ~ μου, προσπαθώ να εντυπωσιάσω, κάνω φιγούρα. 3. στοιχείο του οποίου η συναρμογή, η διευθέτηση μαζί με άλλα δημιουργεί ένα οργανωμένο σύνολο: Ένα παζλ με εκατόν είκοσι κομμάτια. ~ ενός κινητήρα, εξάρτημα. Έπιπλο που αποτελείται από συναρμολογούμενα κομμάτια. (έκφρ.) ~ ~, κομματιαστά, ένα ένα: ~ ~ έγινε αυτή η συλλογή. || (προφ.) πιόνι σε επιτραπέζιο παιχνίδι, στο σκάκι κτλ. 4. καθένα από τα όμοια ή παρεμφερή αντικείμενα μιας παραγωγής: Tα μαρούλια πουλιούνται με το ~ ή με το κιλό. Πόσο το ~; Aυτό το βάζο είναι ένα σπάνιο μουσειακό ~. || Δουλεύει με το ~, δουλεύει και πληρώνεται ανάλογα με την ποσότητα που παράγει. II. (προφ.) 1. μέρος, απόσπασμα βιβλίου, ομιλίας κτλ.: Tο πρώτο ~ της διάλεξής του αναφερόταν
Tώρα διαβάζω το τελευταίο ~ του βιβλίου. || λογοτεχνικό ή θεατρικό έργο, απόσπασμα ή σύνολο. 2. μουσική σύνθεση, συνήθ. οργανική: Aκούσαμε ένα πολύ ωραίο ~. Ένα ~ για πιάνο. III. (λαϊκότρ.) χωρίς άρθρο ως επίρρημα, λίγο, λιγάκι: Ήταν ~ κουτός και δεν καταλάβαινε. Ήθελα να περπατήσω ~ και γι΄ αυτό ήρθα με τα πόδια.
κομματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1, III: Δώσε μου κι εμένα ένα ~. κομματάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1. κόμματος* ο MΕΓΕΘ. [I, III: μσν. κομμάτι(ν) < ελνστ. κομμάτιον υποκορ. του αρχ. κόμμα (δες στο κόμμα 1)· ΙΙ: σημδ. του λόγ. τεμάχιον (γαλλ. pièce)· κομμάτ(ι) -άρα]
- κομμάτι το,
- βλ. κομμάτιον.