Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμιστρο το [kómistro] Ο40 : (επίσ.) στον ενικό και στον πληθυντικό, τα ναύλα, συνήθ. όταν μισθώνει κάποιος ένα μεταφορικό μέσο αποκλειστικά για προσωπική χρήση: Aποφασίστηκε αύξηση του κομίστρου των ταξί.
[λόγ. < ελνστ. κόμιστρον, αρχ. σημ.: `αμοιβή για επιστροφή χαμένης περιουσίας΄]