Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόμις ο.
-
– Βλ. και κόμης.
- 1)
- α) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας:
- του κόμιτος Σαρνών (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 550)·
- β) έκφρ. κόμις των αλόγων = απόδοση της λ. μεραχούρης (βλ. ά.):
- (Σφρ., Xρον. 13420).
- α) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας:
- 2) Aξιωματούχος του στόλου· κυβερνήτης πλοίου:
- (Bέλθ. 1227).
[<λατ. comes. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, ‑μης)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομισάριος ο [komisários] Ο19 : επίτροπος, στην κομματική, κομμουνιστική ορολογία. || (προφ.) ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[λόγ. < ρωσ. komissar (στη νέα σημ.) -ιος < υστλατ. commissarius `πληρεξούσιος΄ (πρβ. μσν. κομμισσάριος `πληρεξούσιος΄ < λατ. commissarius)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομιστής ο [komistís] Ο7 θηλ. κομίστρια [komístria] Ο27 : αυτός που φέρνει σε κπ. κτ.: ~ του σημειώματος / της επιστολής / του βιβλίου. || Ο ~ του μηνύματος. ~ καλών ειδήσεων.
[λόγ. < αρχ. κομιστής, κομίστρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμιστρο το [kómistro] Ο40 : (επίσ.) στον ενικό και στον πληθυντικό, τα ναύλα, συνήθ. όταν μισθώνει κάποιος ένα μεταφορικό μέσο αποκλειστικά για προσωπική χρήση: Aποφασίστηκε αύξηση του κομίστρου των ταξί.
[λόγ. < ελνστ. κόμιστρον, αρχ. σημ.: `αμοιβή για επιστροφή χαμένης περιουσίας΄]