Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμη η [kómi] Ο30 : 1. (λόγ., λογοτ.) τα μαλλιά: «Kαι στην ~ στεφάνι φορεί». || Kόμη της Bερενίκης, αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. 2. φύλλωμα δέντρου.
[λόγ. < αρχ. κόμη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμης ο [kómis] Ο10 λόγ. γεν. και κόμητος, πληθ. κόμητες, γεν. κομήτων θηλ. κόμησσα [kómisa] Ο27 : τίτλος ευγενείας, ο οποίος στην ιεραρχική κλίμακα βρίσκεται πάνω από το βαρόνο και κάτω από το μαρκήσιο. || (ειρ., προφ.) η κόμησσα, για γυναίκα που φέρεται υπεροπτικά.
[λόγ. < ελνστ. κόμης τίτλος ανώτερου αξιωματούχου < λατ. comes `αξιωματούχος της αυτοκρατορικής συνοδείας΄ σημδ. του μσνλατ. comes ή μέσω του γαλλ. conte· λόγ. κόμ(ης) -ισσα (σφαλερή ορθογρ. κατά το αρσ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόμης ο.
-
– Βλ. και κόμις.
- 1) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας:
- (Πουλολ. 647).
- 2) Αρχηγός, διοικητής αυτοκρατορικής φρουράς:
- εποίησέν τον … κόμην απάνω εις τους κουρτέσηδας (Hist. imp. 106).
- 3)
- α) Αξιωματούχος του στόλου· κυβερνήτης πλοίου:
- ο κόμης … ήρχισε να ορίσει της έξωθεν παραγιαλιάς να λύσουν το πλωρήσιν (Aπόκοπ. 327)·
- β) ?αρχηγός στόλου:
- Όρισε … ο κόμης με τα κάτεργα στην Tρίπολη να πιάσει (Αλεξ. 610).
- α) Αξιωματούχος του στόλου· κυβερνήτης πλοίου:
- 4) Nαύκληρος:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 39310).
[<ουσ. κόμις. Η λ. και σήμ.]
- 1) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμητας ο [kómitas] Ο5 : (σπάν.) κόμης.
[λόγ. < ελνστ. κόμης, αιτ. -ητα (δες στο κόμης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομητεία η [komitía] Ο25 : 1. περιοχή η οποία ανήκε στη δικαιοδοσία του κόμη. 2. εδαφική και διοικητική διαίρεση στη M. Bρετανία.
[λόγ. κομητ- (κόμης) -εία, απόδ.: 1: γαλλ. comté· 2: αγγλ. county]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομήτης ο [komítis] Ο10 : νεφελώδες ουράνιο σώμα με μικρή μάζα, που διαγράφει ελλειπτική τροχιά γύρω από τον ήλιο και εμφανίζεται κατά μακρά χρονικά διαστήματα: Ο ~ του Xάλεϊ. || Σαν ~, για κπ. που εμφανίζεται σπανιότατα, απροειδοποίητα και φεύγει το ίδιο ξαφνικά.
[λόγ. < αρχ. κομήτης (ενν. ἀστήρ) (επειδή νόμιζαν πως ήταν άστρο και την ουρά του τη φαντάζονταν σαν κόμη)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομήτης ο.
-
- Ουράνιο σώμα, κομήτης:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5564), (Ζήν. Α´ 360).
[αρχ. ουσ. κομήτης. Η λ. και σήμ.]
- Ουράνιο σώμα, κομήτης: