Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόμβος ο [kómvos] Ο18 : I. σημείο στο οποίο διασταυρώνονται και από το οποίο ξεκινούν συγκοινωνιακές γραμμές: Συγκοινωνιακός / κυκλοφοριακός ~. Σιδηροδρομικός ~. Aνισόπεδος ~. II. μονάδα μέτρησης της ωριαίας ταχύτητας των πλοίων: Tο πλοίο τρέχει με / πιάνει δέκα κόμβους την ώρα.
[λόγ. < ελνστ. κόμβος (προφ. [mb] πρβ. κουμπί) `ταινία, αγκρά φα΄ σημδ. (κατά την ετυμ. της λ. κόμπος): Ι: γαλλ. nœud· ΙΙ: αγγλ. knot]