Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλουρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλουρος -η -ο [kóluros] Ε5 : (γεωμ.) για στερεό γεωμετρικό σώμα του οποίου έχει αποκοπεί το τμήμα της κορυφής με ένα επίπεδο παράλληλο προς τη βάση: ~ κώνος. Kόλουρη πυραμίδα.

[λόγ. < ελνστ. κόλουρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες