Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλουρος -η -ο [kóluros] Ε5 : (γεωμ.) για στερεό γεωμετρικό σώμα του οποίου έχει αποκοπεί το τμήμα της κορυφής με ένα επίπεδο παράλληλο προς τη βάση: ~ κώνος. Kόλουρη πυραμίδα.
[λόγ. < ελνστ. κόλουρος]