Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλον το [kólon] Ο39 : (λόγ., ανατ.) τμήμα του παχέος εντέρου.
[λόγ. < αρχ. κόλον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολόνα η [kolóna] Ο25 : 1. ψηλό και κατακόρυφο κυκλικής διατομής υποστύλωμα από πέτρα, μάρμαρο, ξύλο κτλ., που στηρίζει θόλο ή επίπεδη στέγη και αποτελείται από τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο· ο κίονας: Οι κολόνες του Παρθενώνα. || Kάβο Kολόνες, το Σούνιο, στη γλώσ σα των ναυτικών. || κυκλικής ή ορθογωνικής διατομής υποστύλωμα· στύλος: Tο σπίτι ήταν υπερυψωμένο επάνω σε κολόνες. Kολόνες της ΔΕH. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με κολόνα στη μορφή ή στη λειτουργία: α. Mια ~ πάγου, παγοκολόνα. β. (οικ.) στήλη εφημερίδας ή περιοδικού με ορισμένο, σταθερό πλάτος. ΦΡ έμεινε ~, δοκίμασε έντονη και δυσάρεστη έκπληξη. ~ του σπιτιού, αυτός που θεωρείται το στήριγμα της οικογένειας.
κολονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ιταλ. colonna]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολόνα η.
-
- 1) Κίονας, στήλη:
- καμάραν κολλημένην μετά πετρίνων κολονών (Παϊσ., Ιστ. Σινά 378)·
- στέκεται (ενν. η Μαργαρώνα) … ωσάν χρυσή κολόνα (Ιμπ. (Legr.) 482).
- 2)
- α) Προκ. για πρόσωπο γενναίο, ακατανίκητο:
- κολόνα βρέθ’ ατσάκιστος κι έδειξε την ανδρειάν του (Κορων., Μπούας 37)·
- β) στήριγμα:
- ντρόπιαζε τον άνδρα της που ’χε διά κολόνα (Δεφ., Λόγ. 657).
- α) Προκ. για πρόσωπο γενναίο, ακατανίκητο:
- Η λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 24814).
[<ιταλ. colonna. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Κίονας, στήλη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολονάτος -η -ο [kolonátos] Ε3 : για αντικείμενα που στηρίζονται σε ψηλό και λεπτό στέλεχος, που μοιάζει με κολόνα: Kολονάτα ποτήρια. ~ νιπτήρας.
[κολόν(α) -άτος (διαφ. το ιταλ. colonnato: αρχιτ. μοτίβο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολονέλος ο [kolonélos] Ο18 : (προφ., ειρ.) ο συνταγματάρχης.
[ιταλ. colonnello ή βεν. colonelo -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολονέλος ο.
-
- Ανώτερος αξιωματικός, συνταγματάρχης:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28917).
[<βεν. colonelo - ιταλ. colonnello. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ανώτερος αξιωματικός, συνταγματάρχης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολόνια η [kolóna] Ο25α : ελαφρό αρωματικό παρασκεύασμα σε υγρή μορφή, από οινόπνευμα και αιθέρια έλαια: ~ με άρωμα λεμονιού / λεμόνι.
[ιταλ. colonia < γαλλ. (eau de) Cologne πόλη της Γερμανίας (γερμ. Κöln) όπου πρωτοκατασκευάστηκε]