Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλο
49 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλο το [kólo] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : κιβώτιο εμπορευμάτων, αποσκευών.

[ιταλ. collo (αρσ. που θεωρήθηκε ουδ. από την ομοιότητα της κατάλ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοβάκιλος ο [kolovákilos] Ο20α : (ιατρ.) το κολοβακτηρίδιο.

[λόγ. κόλ(ον) -ο- + βάκιλος μτφρδ. διεθ. colibacillus (coli-: γεν. του λατ. colon `μέλος του σώματος, παχύ έντερο΄ < αρχ. κόλον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοβακτηρίδιο το [kolovaktiríδio] Ο40 : (ιατρ.) βακτηρίδιο του εντερικού σωλήνα.

[λόγ. κόλ(ον) -ο- + βακτηρίδιον μτφρδ. διεθ. colibacillus (δες στα βακτήριο, κολοβάκιλος)]

[Λεξικό Κριαρά]
κολοβογράμματα τα.
  • (Μειωτ.) στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις, κι αυτές μισές:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 28010‑1).

[<ουσ. κολλυβογράμματα (βλ. ά.) με παιγνιώδη παρετυμολ. συσχετισμό προς το επίθ. κολοβός]

[Λεξικό Κριαρά]
κολοβός, επίθ.
  • 1) Ελλιπής·
    • (μεταφ.):
      • κολοβή … αρετή (Σοφιαν., Παιδαγ. 97).
  • 2) Kοντός:
    • πόδας … κολοβούς (Φυσιολ. (Zur.) LVIII4).

[αρχ. επίθ. κολοβός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοβός -ή -ό [kolovós] Ε1 : 1. για ζώο του οποίου έχουν κόψει την ουρά: Kολοβή αλεπού. Kολοβό σκυλί. ΦΡ φίδι* κολοβό. 2. (μτφ., προφ.) του οποίου λείπει ένα τμήμα, κυρίως το τελευταίο: ~ στίχος. Άφησε τη φράση του κολοβή.

[αρχ. κολοβός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολόβωμα το [kolóvoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολοβώνω. || (ιατρ.) το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει ύστερα από ακρωτηριασμό ή εκτομή.

[κολοβώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοβώνω [kolovóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) κάνω κτ. κολοβό, αφαιρώ από κτ. ένα τμήμα, συνήθ. το τελευταίο, κυρίως στη μππ.: Kολοβωμένο ποίημα. Παρέδωσε τα σχέδια κολοβωμένα. || Kολοβωμένο άγαλμα, που του λείπουν τα άκρα.

[μσν. κολοβώνω < αρχ. κολοβ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κολοβώνω.
  • Μετριάζω:
    • η … Θεού πρόνοια … άμποτες να κολοβώσει τα επισειόμενα καθ’ ημών κακά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16946 (έκδ. ήσει)).

[αρχ. κολοβόω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κολοκένος, επίθ.
  • Κολοκυθένιος:
    • (Άσμα Μάλτ. 66).

[<ουσ. κολόκιν (Σακ.) + κατάλ. ένος. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες