Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλλημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλλημα το [kólima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολλώ. 1. η σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τους με τη χρήση ενός συνδετικού υλικού, καθώς και το σημείο της σύνδεσης· η συγκόλληση: Tα γυαλιά μου θέλουν ~. Στραβό ~. Tο μπαστούνι έσπασε ξανά στο παλιό ~. 2. (προφ.) ερωτική ή σεξουαλική παρενόχληση. 3. (προφ.) έμμονη ιδέα.

[αρχ. κόλλημα `κτ. κολλημένο΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κόλλημα το.
  • 1) Το μέρος όπου γίνεται η συγκόλληση:
    • τα κολλήματα των μαρμάρων (Hagia Sophia ω 5271).
  • 2) Είδος δερματοπάθειας:
    • εις την τσίπα της σάρκας του σήκωμα γή κόλλημα γή γλαμπράδα (Πεντ. Λευιτ. XIII 2).

[αρχ. ουσ. κόλλημα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες