Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλλα η [kóla] Ο25α : 1. ουσία συνήθ. παχύρρευστη, που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή επικολλήσεις: Ένα σωληνάριο ~. ~ υγρή. ~ στικ. 2. ειδική ουσία σε υγρή μορφή, με την οποία ραντίζουμε τα ρούχα πριν τα σιδερώσουμε, όταν θελουμε να γίνουν σκληρά.
[αρχ. κόλλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόλλα (I) η.
-
- 1)
- α) Συγκολλητική ουσία:
- (Ιερακοσ. 49715)·
- β) κολλητική ουσία του φυτού ιξός·
- (συνεκδ.) ξόβεργα:
- (Πιστ. βοσκ. I 5, 4).
- (συνεκδ.) ξόβεργα:
- α) Συγκολλητική ουσία:
- 2) Σιρόπι:
- έψηννεν το παρούτιν και επολόμαν κόλλαν και έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65619).
[αρχ. ουσ. κόλλα. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κόλλα (II) η.
-
- Φύλλο χαρτιού:
- έγραψεν ο καντζιλιέρης μίαν κόλλαν χαρτίν (Βουστρ. 25212).
[<ιταλ. colla. Η λ. στο Somav. (λ. χαρτί) και σήμ.]
- Φύλλο χαρτιού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλαγόνο το [kolaγóno] Ο39 : (βιολ.) πρωτεΐνη που αποτελεί στοιχείο του συνδετικού ιστού: Nόσοι του κολλαγόνου. || Kρέμες / ενέσεις κολλαγόνου.
[λόγ. < διεθ. colla- < αρχ. κόλλα + -gen = -γόνον, ουδ. του -γόνος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλαρίζω [kolarízo] -ομαι Ρ2.1 & κολλάρω [koláro] -ομαι Ρ6 : ραντίζω τα λινά ή βαμβακερά ρούχα που πρόκειται να σιδερώσω με κόλλα2, έτσι ώστε με το σιδέρωμα να γίνουν κρουστά, ντούρα: Kολλαρισμένος γιακάς.
[κόλλ(α) -άρω και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κολλαρισ-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλάρισμα το [kolárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολλα ρίζω: Ο γιακάς θέλει ~. Tο ~ των ρούχων.
[κολλαρισ- (κολλαρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλαριστός -ή -ό [kolaristós] Ε1 : που τον έχουν κολλαρίσει: ~ γιακάς. Kολλαριστό πουκάμισο. || (επέκτ., προφ.) για κτ. πολύ καινούριο: Kολλαριστά σεντόνια. || Kολλαριστό χαρτονόμισμα, νεόκοπο, αχρησιμοποίητο. (έκφρ.) έσκασε δέκα / είκοσι
κολλαριστά, για την πληρωμή σε μετρητά ενός μεγάλου ποσού, είτε αυτό θεωρείται υπερβολικό είτε όμως και λογικά υψηλό, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του αντικειμένου που αγοράστηκε.
[κολλαρισ- (κολλαρίζω) -τός]