Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλιαντρο το [kólandro] Ο41 : ετήσιο αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται και στη μαγειρική ως μπαχαρικό.
[μσν. κολίαντρον < ελνστ. κολίανδρον < κορίανδρον (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και μετακ. τόνου με βάση το συντετμημένο ελνστ. τ. κόριον (αρχ. κορίαννον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολιάντρο, κολίαντρο(ν) το,
- βλ. κορίανδρον.