Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλαφος ο [kólafos] Ο19 : (λόγ.) 1. χαστούκι1. 2. λόγος ή πράξη που προσβάλλει βαρύτατα, θίγει ή εξευτελίζει· χαστούκι2: H αποκάλυψη των σκανδάλων αποτελεί βαρύτατο κόλαφο κατά της κυβερνήσεως.
[λόγ.: 1: αρχ. κόλαφος· 2: σημδ. γαλλ. soufflet, gifle]