Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόκκυγας ο [kókiγas] Ο5 λόγ. γεν. και κόκκυγος : (ανατ.) το ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου, που θεωρείται υπόλειμμα της ουράς των θηλαστικών ζώων: Kύστη κόκκυγος.
[λόγ. < ελνστ. κόκκυξ, αιτ. -υγα, αρχ. σημ.: `κούκος΄ (από την ομοιότητα με το ράμφος του κούκου)]