Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόκκος ο [kókos] Ο18 : I1. (βοτ.) είδος μικροσκοπικού καρπού. || το σπέρ μα κυρίως των δημητριακών: ~ σταριού / ρυζιού. 2α. μικροσκοπικό σωματίδιο: ~ άμμου / σκόνης. ~ πυρίτιδας. || Kαφές σε κόκκους. Aπορρυπαντικό με μπλε και πράσινους κόκκους, σε μορφή κόκκων. β. (μτφ.) η ελάχιστη δυνατή ποσότητα, κυρίως σε εκφράσεις με άρνηση, για να δηλώσει την πλήρη έλλειψη: Δεν υπήρχε ~ αλήθειας στα λόγια του. Δεν έχεις κόκκο μυαλού / φαντασίας. || Kαι κόκκο πίστεως αν είχες
3. μικροσκοπική σφαιρική διόγκωση ή ανωμαλία στην επιφάνεια των λειαντικών. 4. σωματίδιο των αλάτων του αργύρου που περιέχεται στη ζελατίνα των φωτοευαίσθητων επιφανειών: Φιλμ με μεγάλο κόκκο. II. (βιολ.) είδος μικροβίου. III. (ζωολ.) γένος εντόμων.
[λόγ.: Ι1: αρχ. κόκκος `κουκί΄· Ι2, 3, 4: σημδ. γαλλ. grain· ΙΙ: νλατ. coccus (στη νέα σημ.) < αρχ. κόκκος· ΙΙΙ: σημδ. αγγλ.(;) cochineal insect (παρετυμ. κόκκος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κόκκος ο.
-
- 1) Σπόρος, σπυρί:
- (Γλυκά, Αναγ. 119).
- 2) Είδος κόκκινης βαφής, πρινοκόκκι:
- ονύχια … μετά του κόκκου … βεβαμμένα (Διγ. Z 3637).
[αρχ. ουσ. κόκκος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Σπόρος, σπυρί:
[Λεξικό Κριαρά]
- Κόκκος ο· Κούκκος.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κοκκί(ο)ν (= κουκκί):
- (Πωρικ. I 50 κριτ. υπ).
- Προσωποπ. του ουσ. κοκκί(ο)ν (= κουκκί):