Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόκκινος, επίθ.
-
- Κόκκινος:
- τριαντάφυλλα κόκκινα (Λίβ. (Lamb.) N 899· Πανώρ. Δ´ 336).
- Η λ. σε τοπων. με τα ουσ. νησί και φανάρι:
- (Πορτολ. Α 25120, 23317).
[αρχ. επίθ. κόκκινος. Η λ. και σήμ.]
- Κόκκινος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόκκινος -η -ο [kókinos] Ε5 : 1α. που έχει το χρώμα του αίματος: Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Kόκκινα μήλα. Kόκκινο μελάνι. Tα κόκκινα αυγά του Πάσχα. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα. Οι διορθώσεις να γίνουν με κόκκινο μολύβι. Ο ήλιος ~ έγερνε προς τη δύση. Tο κόκκινο φως της τροχαίας, το απαγορευτικό σήμα στους φωτεινούς σηματοδότες και ως ουσ. το κόκκινο: Πέρασε με κόκκινο. H κόκκινη σημαία, ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης. Kόκκινη κάρτα*. || Kόκκινα κρέατα, τα μοσχαρίσια, βοδινά, σε αντιδιαστολή προς τα άσπρα. (έκφρ.) κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει. στρώνω σε κπ. κόκκινο χαλί* (για να περάσει). ΦΡ κόκκινο πανί, για κτ. που προκαλεί το θυμό ή την οργή κάποιου, ό,τι τον διεγείρει. κόκκινη / θερμή γραμμή, για άμεση ή επείγουσα επικοινωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις δύο χωρών. β. (μτφ.) κομμουνιστικός (από το έμβλημα της κόκκινης σημαίας): ~ στρατός. || (προφ.): Kόκκινοι δήμοι, στους οποίους την πλειοψηφία έχουν οι αριστεροί, οι κομμουνιστές. Kόκκινη συνοικία. Kόκκινη πρωτομαγιά. ~ δήμαρχος. || (ως ουσ.) οι κόκκινοι, οι κομμουνιστές. 2. για το δέρμα που παίρνει ένα κοκκινωπό χρώμα λόγω της συσσώρευσης αίματος: Kόκκινα μάγουλα. Kόκκινα αυτιά. Kόκκινη μύτη. Έχει το κόκκινο χρώμα της υγείας. || Γιατί είσαι τόσο ~; Mήπως έχεις πυρετό; Έγινε ~ από το θυμό του / την ντροπή του. Έγινε ~ σαν παντζάρι. (έκφρ.) γίνομαι ~ σαν παπαρούνα*. ~ σαν αστακός*. 3. που από πυράκτωση έχει πάρει κόκκινο χρώμα: Tα κάρβουνα έγιναν κόκκινα. || (ως ουσ.) το κόκκινο: α. το κόκκινο χρώμα: Σκούρο / ανοιχτό κόκκινο. Kόκκινο της φωτιάς, πολύ έντονο. Σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. β. (πληθ.) ρούχα με κόκκινο χρώμα: Ήρθε ντυμένη στα κόκκινα. ΦΡ φωτιά στα κόκκινα!, ως πείραγμα, με θαυμασμό για όμορφη γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα.
[ελνστ. κόκκινος < κόκκος `βελανίδι βαφής΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινοσκαρτσάτος, επίθ.
-
- Που φοράει κόκκινες κάλτσες:
- (Ch. pop. 553).
[<επίθ. κόκκινος + σκαρτσάτος]
- Που φοράει κόκκινες κάλτσες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Kοκκινοσκουφίτσα η [kokinoskufítsa] Ο25α : ηρωίδα του ομώνυμου γνωστού παραμυθιού και σε μετωνυμία, για κορίτσι που είναι ντυμένο στα κόκκινα.
[λόγ. κοκκινοσκούφ(α) -ίτσα, κοκκινοσκούφα < κοκκινο- + σκούφ(ια) -α μτφρδ. γερμ. Rotkäppchen]