Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόζι το [kózi] Ο44α : (λαϊκ.) α. σε ορισμένα χαρτοπαίγνια, το ισχυρό φύλ λο που νικάει τα υπόλοιπα· (πρβ. ατού). β. ΦΡ κάνω ~, διακρίνω κπ. ή κτ.: Tην έκανες ~ την γκόμενα; παίρνω ~, για ηδονοβλεψία, παρακολουθώ· ΣYN ΦΡ παίρνω μάτι.
[τουρκ. koz -ι]