Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόασμα το [kóazma] Ο49 : η φωνή του βατράχου: Tο απόγευμα στη λίμνη ακούγονταν τα κοάσματα των βατράχων.

[λόγ. κοασ- (κοάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες