Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωσταντινάτο το [kostandináto] & κωνσταντινάτο το [konstandináto] Ο39 : είδος χρυσού νομίσματος βυζαντινής προέλευσης με παράσταση του Mεγάλου Kωνσταντίνου και της Aγίας Ελένης. || (επέκτ.) νομίσματα με παρόμοια απεικόνιση που τα θεωρούσαν θαυματουργά και τα φορούσαν ως φυλακτό: Όταν γεννήθηκε το μωρό, του χάρισε λίρες και κωσταντινάτα.
[μσν. *κωνσταντινάτον < ανθρωπων. Κωνσταντίν(ος) (όν. πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων) -άτον και με αποβ. του ριν. [n] πριν από [s] ]