Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωπηλάτης ο [kopilátis] Ο10 θηλ. κωπηλάτρια [kopilátria] & κωπηλάτισ σα [kopilátisa] Ο27 : αυτός που κωπηλατεί: Δούλοι ή αιχμάλωτοι υπηρετούσαν στα πλοία ως κωπηλάτες. || αθλητής της κωπηλασίας.
[λόγ. < αρχ. κωπηλάτης· λόγ. κωπηλά(της) -τρια· κωπηλάτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωπηλάτης ο· κωπελάτης.
-
– Βλ. και κοπολάτης.
- α) Kωπηλάτης:
- ως κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ως πλωρίτης (Προδρ. III 197-17 χφ P κριτ. υπ.)·
- β) προκ. για άτομο κατώτερης κοινωνικής στάθμης:
- ελεεινέ, χαλκέα, κωπελάτα (Πουλολ. 13 κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. κωπηλάτης. H λ. και σήμ.]
- α) Kωπηλάτης: