Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωνίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωνίο το [konío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ., φυσιολ.) είδος φωτοευαίσθητων κυττάρων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού που εξασφαλίζουν την ικανότητα της διάκρισης των χρωμάτων· (πρβ. ραβδίο).

[λόγ. < ελνστ. κωνίον `μικρός κώνος΄ σημδ. αγγλ. cone < αρχ. κῶνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες