Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωμικός ο [komikós] Ο17 θηλ. κωμικός [komikós] Ο34 : ηθοποιός ειδικευμένος σε κωμικούς ρόλους: Διέπρεψε ως ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. του επιθ. κωμικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωμικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με την κωμωδία:
- (Kατζ. Δ´ 115).
[αρχ. επίθ. κωμικός. H λ. και σήμ.]
- Που σχετίζεται με την κωμωδία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωμικός -ή -ό [komikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κωμωδία: Kωμικό έργο. Kωμικά ευρήματα / τεχνάσματα. 2. που προκαλεί γέλιο· αστείος: Kωμική συμπεριφορά. Kωμικά παθήματα. Kωμικό επεισόδιο. Kωμικό καπέλο. || που στερείται σοβαρότητας: Kωμικά επιχειρήματα. 3. (ως ουσ.) α. ο κωμικός*. β. το κωμικό, η κωμικότητα: Tο κωμικό του πράγματος / στην υπόθεση είναι πως
κωμικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 3: αρχ. κωμικός· 2: σημδ. γαλλ. comique (< λατ. comicus < αρχ. κωμικός)]