Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλύω [kolío] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. παρεμποδίζω κπ. να κάνει κτ., του παρεμβάλλω προσκόμματα: Tίποτα δε με κωλύει να υποβάλω την παραίτησή μου. 2. (παθ.) αδυνατώ να κάνω κτ., υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες που με εμποδίζουν να κάνω κτ.: Kωλύομαι να έρθω.
[λόγ. < αρχ. κωλύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλύω· κωλυώ· κωλώ.
-
- 1) Eμποδίζω, ενοχλώ:
- Tα κάλλη του προσώπου της κωλυούν τους οφθαλμούς του (Διγ. Gr. 1300).
- 2) Στεναχωρώ:
- (Kυπρ. ερωτ. 9461).
[αρχ. κωλύω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Eμποδίζω, ενοχλώ: