Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλότσεπη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλότσεπη η [kolótsepi] Ο32 & κωλοτσέπη η [kolotsépi] Ο30 : (οικ.) η πίσω τσέπη του παντελονιού: Mη βάζεις την ταυτότητά σου στην ~, γιατί μπορεί να τη χάσεις.

[κωλο- + τσέπη και μετακ. του τόνου για ένδειξη σύνθεσης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες