Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλόπανο το [kolópano] Ο41 : (προφ.) χαρακτηρισμός για ρούχο ή ύφασμα κουβαριασμένο ή λερωμένο.
[μσν. κωλόπανον < κωλο- + παν(ί) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλόπανον το.
-
- Κωλοπάνι (βλ. ά.):
- (Σπανός B 61).
[<ουσ. κώλος + πανί. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. (‑ο)]
- Κωλοπάνι (βλ. ά.):