Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλοφωτιά η [kolofotxá] Ο24 : (οικ.) 1. η πυγολαμπίδα. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά εύστροφου.
[μσν. κωλοφωτία < κωλο- + φωτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το φωτιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοφωτία η.
-
- Kωλοφωτιά, πυγολαμπίδα:
- (Mπερτολδίνος 166).
[<ουσ. κώλος + φωτία. T. ‑ιά στο Du Cange και σήμ. H λ. στο Du Cange (κο‑)]
- Kωλοφωτιά, πυγολαμπίδα: