Παράλληλη αναζήτηση
43 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλο- [kolo] & κωλό- [koló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κωλ- [kol], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (προφ.) με αναφορά στα οπίσθια συνήθ. του ανθρώπου κυριολεκτικά ή συνεκδοχικά: κωλάντερο, ~μέρι, κωλόχαρτο, ~τσέπη. || ~φωτιά. || (προφ., μτφ.) ~βαράω. 2. (προφ.) σε σύνθετα: α. που χαρακτηρίζουν μειωτικά, υβριστικά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~εφημερίδα, ~περιοδικό, κωλόσπιτο, ~φυλλάδα, κωλόφυλλο· κωλόπαιδο και ~παίδι. β. (σπάν.) αποδίδουν θετικό χαρακτηρισμό: ~πετσωμένος.
[μσν. κωλ(ο)- θ. του ουσ. κώλ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κωλό-πανον, κωλο-σέρνω `σέρνω κπ. με τον κώλο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλοβαράω [kolovaráo] & -ώ Ρ10.5α : (ειρ., προφ.) τεμπελιάζω, δεν κάνω απολύτως τίποτα. || καθυστερώ κτ. που μου έχουν αναθέσει: Tο έχει και το κωλοβαράει τρεις μήνες.
[κωλο- + βαράω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλογλείφτης ο [koloγlíftis] Ο10 : (χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τιποτένιου, που κολακεύει τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τον εαυτό του, για να πετύχει αυτό που επιδιώκει.
[κωλο- + γλείφτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλογλείφω [koloγlífo] Ρ4α : (χυδ.) για άνθρωπο τιποτένιο, που συμπεριφέρεται όπως ο κωλογλείφτης.
[κωλο- + γλείφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλογυρίζω.
-
- (Mτβ.) γυρίζω κάπ. από τη μεριά των οπισθίων·
- (εδώ προκ. για ανώμαλη συνουσία):
- (Kατζ. B´ 382).
- (εδώ προκ. για ανώμαλη συνουσία):
[<ουσ. κώλος + γυρίζω]
- (Mτβ.) γυρίζω κάπ. από τη μεριά των οπισθίων·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλοδάχτυλο το [koloδáxtilo] Ο41 : (χυδ.) για τη συγκεκριμένη σεξουαλική χειρονομία. ΦΡ βάζω σε κπ. ~, τον ζορίζω υπερβολικά.
[κωλο- + δάχτυλο]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοκαθέα η· κωλοκαθία.
-
- Aπότομο κάθισμα καταγής με τα οπίσθια:
- κωλοκαθέας να κρούσι (Πωρικ. I 165).
[<ουσ. κώλος + κάθομαι. Ο τ. και τ. ‑ιά σήμ. ιδιωμ.]
- Aπότομο κάθισμα καταγής με τα οπίσθια:
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοκούκουρον το.
-
- Tο τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας:
- (Συναξ. γαδ. 233).
[<ουσ. κώλος + κούκουρον]
- Tο τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας:
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοκτυπούμαι.
-
- Συνουσιάζομαι ανώμαλα:
- ήρχεψε να πομπεύεται και να κωλοκτυπάται (Συναξ. γυν. (Spadaro) 399).
[<ουσ. κώλος + κτυπούμαι]
- Συνουσιάζομαι ανώμαλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλομέρι το [koloméri] Ο44 : (χυδ.) ο γλουτός.
[κωλο- + μερ(ί) -ι· (πρβ. μσν. κωλόμερο)]