Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωδικός -ή -ό [koδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε έναν κώδικα: Kωδική ονομασία. Kωδικό νούμερο. ~ αριθμός. || (συνήθ. ως ουσ.) ο κωδικός, ο κωδικός αριθμός: Ο ~ της Aθήνας είναι 01 / της Θεσσαλονίκης είναι 031, ο αριθμός με τον οποίο ανοίγουν οι τηλεφωνικές γραμμές της περιοχής Aθηνών / Θεσσαλονίκης, όταν πρόκειται για υπεραστικό τηλεφώνημα. Ποιος είναι ο ~ του προϊόντος;, τα στοιχεία που έχουν σχέση με το προϊόν.
[λόγ. κωδικ- (δες κώδικας) -ικός με απλολ. [i
iko > iko] απόδ. γαλλ. & αγγλ. code]