Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωδικοποιώ [koδikopió] -ούμαι Ρ10.9 : συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά και μεθοδικά γνώσεις, πληροφορίες, στοιχεία κτλ.
[λόγ. κωδικ- (δες κώδικας) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. codifier]