Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυτταρολογικός -ή -ό [kitarolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κυτταρολογία, που είναι σχετικός με αυτήν: Kυτταρολογικές εξετάσεις.
[λόγ. κυτταρολογ(ία) -ικός]