Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυρωτικός -ή -ό [kirotikós] Ε1 : που προσδίδει σε κτ. νομική ισχύ, που καθιστά κτ. έγκυρο: ~ νόμος.

[λόγ. < ελνστ. κυρωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες