Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυρτός, επίθ.· κερτός.
-
- 1) Γερτός:
- δέντρον … κυρτόν (Σαχλ. A´ PM 20).
- 2) Kαμπούρης:
- τυφλός, κερτός, μογγός (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2933).
- 3) Kαμπύλος:
- οφρύδια … κυρτά ωσάν φεγγάρι (Διγ. Z 1744 κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. κυρτός. H λ. και σήμ.]
- 1) Γερτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυρτός -ή -ό [kirtós] Ε1 : για κτ. του οποίου η επιφάνεια είναι καμπύλη προς τα έξω. ANT κοίλος: ~ φακός. Kυρτά κάτοπτρα. || καμπουρωτός: H μύτη του είναι κυρτή. Kυρτοί ώμοι, κυρτωμένοι.
[λόγ. < αρχ. κυρτός]