Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυριότητα η [kiriótita] Ο28 : (νομ.) η άμεση και απόλυτη εξουσία επάνω σε ένα πράγμα, η οποία αναγνωρίζεται από το νόμο και στηρίζεται πάντα σε πραγματικό δικαίωμα· (πρβ. νομή): Tίτλοι κυριότητας, τίτλοι ιδιοκτησίας. Kαθεστώς κυριότητας. Έχει την ~ και τη νομή του ακινήτου. Έχει μόνο την ψιλή ~.
[λόγ. < ελνστ. κυριότης, αιτ. -ητα `εξουσία΄ σημδ. γαλλ. proprieté]