Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυριλέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριλέ [kirilé] Ε (άκλ.) : για άνθρωπο, ντύσιμο, χώρο κτλ. που θέλουμε να τον χαρακτηρίσουμε ως πολύ καθώς πρέπει ή προσεγμένο: Nτύσιμο / εστιατόριο ~. || (ως επίρρ.): Πάμε να φύγουμε από εδώ μέσα· είναι πολύ ~.

[κύρι(ος) -έ (το -λ- ίσως με βάση το επίθημα -ίλα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες