Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυριλέ [kirilé] Ε (άκλ.) : για άνθρωπο, ντύσιμο, χώρο κτλ. που θέλουμε να τον χαρακτηρίσουμε ως πολύ καθώς πρέπει ή προσεγμένο: Nτύσιμο / εστιατόριο ~. || (ως επίρρ.): Πάμε να φύγουμε από εδώ μέσα· είναι πολύ ~.
[κύρι(ος) -έ (το -λ- ίσως με βάση το επίθημα -ίλα)]