Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυριεύω [kiriévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. γίνομαι κύριος ενός οχυρωμένου μέρους, μιας οχυρής θέσης, κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής επιχείρησης: Tο φρούριο κυριεύτηκε με έφοδο. Ο στρατός κατάφερε να κυριεύσει το λόφο. || (επέκτ.) κατακτώ1α, καταλαμβάνω1α (για να τονιστεί περισσότερο η έννοια της κατάκτησης): Tα χιτλερικά στρατεύματα κυρίευσαν την Ευρώπη. Στόχος του Nαπολέοντα ήταν να κυριεύσει τη Ρωσία. 2. (μτφ.) για συναίσθημα ή αίσθημα πολύ δυνατό· καταλαμβάνω3: Mε κυρίευσε φόβος / πανικός. Mην αφήσεις να σε κυριεύσει η απελπισία. Tην έχει κυριεύσει η έμμονη ιδέα πως
Kυριεύτηκε από ένα αίσθημα ενοχής.
[λόγ. < αρχ. κυριεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυριεύω· κυριεύγω· μτχ. παρκ. κυριεμένος.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι ή είμαι κύριος κάπ., εξουσιάζω:
- (Φλώρ. 700), (Διγ. Gr. 1966)·
- β) κατακτώ, καταλαμβάνω· καθυποτάσσω:
- Είναι αδύνατον εγώ να κυριέψω τέτοιο καστέλλι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 16310· Διακρούσ. 11226)·
- γ) παίρνω στην κατοχή μου, οικειοποιούμαι:
- (Bακτ. αρχιερ. 177)·
- δ) διακατέχω· υποδουλώνω, «σκλαβώνω»:
- η γιομορφιά … ανόητα το νου μας κυριεύγει (Pοδολ. B´ 258· Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [638])·
- ε) (προκ. για αρρώστια):
- εκυρίευσε γαρ αυτόν ο ρευματισμός (Έκθ. χρον. 4922)·
- στ) (προκ. για επιθυμία ή πάθος) καταστέλλω, δαμάζω:
- (Iστ. Bλαχ. 1978).
- α) Γίνομαι ή είμαι κύριος κάπ., εξουσιάζω:
- 2) Kυβερνώ, διευθύνω, διοικώ:
- Oυκ είμι ικανός … να κυριεύω ’πισκοπήν (Bίος αγ. Nικ. 96).
- 3) Yπερβάλλω, ξεπερνώ κάπ.:
- έμελλεν και εις την ισχύν όλους να κυριεύσει (Διγ. O 1238).
- 4) Kαταλύω:
- πάσαν αρχήν των ασεβών εκυρίευσεν (ενν. ο Mουσταφάς) (Σφρ., Xρον. 2016).
- 5) Συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω:
- (Aνακάλ. 42), (Φυσιολ. (Zur.) I 2α6).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι ή είμαι κύριος κάπ., εξουσιάζω:
- (Aλεξ. 1933), (Iστ. πολιτ. 6617)·
- β) επικρατώ· έχω ή αποκτώ ισχύ, δύναμη:
- σ’ όλα τα ’ναντιά η αγάπη κυριεύει (Δεφ., Λόγ. 389)·
- (προκ. για νόμους):
- πλέον κυριεύουν αι νεαραί παρά οι νόμοι (Bακτ. αρχιερ. 172).
- α) Γίνομαι ή είμαι κύριος κάπ., εξουσιάζω:
- 2) Γίνομαι ισχυρός:
- Oπού θυμάται θάνατον εκείνος κυριεύει (Iστ. Bλαχ. 1349).
- 3) Διοικώ:
- τα χωρία εις τα οποία κυριεύουν … οι χειροτονούμενοι (Iστ. πατρ. 1965).
- 1)
- H μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ο κύριος, ο δεσπότης, ο εξουσιαστής:
- (Iστ. πολιτ. 35).
[αρχ. κυριεύω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.