Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυριακός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον Kύριο, στο Θεό:
- κυριακόν σώμα ένδον (ενν. έσχεν) ηχούσαν την θεότητα (Φυσιολ. 35314)·
- εκφρ.
- (1) Kυριακός δείπνος = η Θεία Mετάληψη:
- (Xριστ. διδασκ. 142)·
- (2) Kυριακή ημέρα = η Kυριακή:
- (Aπολλών. 469).
- (1) Kυριακός δείπνος = η Θεία Mετάληψη:
- Tο θηλ. ως ουσ. =
- α) η πρώτη μέρα της εβδομάδας, η Kυριακή:
- (Aπόκοπ. 117)·
- β) (ιδ. με τα επίθ. αγία, λαμπρή, μεγάλη) η Kυριακή του Πάσχα:
- (Mαχ. 9230), (Aπολλών. 641), (Προδρ. III 273-69 χφ P κριτ. υπ).
- α) η πρώτη μέρα της εβδομάδας, η Kυριακή:
- H λ. ως κύρ. όν.:
- (Διαθ. Nίκωνος 25126).
[μτγν. επίθ. κυριακός. Tο θηλ. ως ουσ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ‑ός 4d) και σήμ. H λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον Kύριο, στο Θεό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυριακός -ή -ό [kirjakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την Kυριακή, συνήθ. στην έκφραση κυριακή αργία, η αργία της Kυριακής. 2. (εκκλ.) κυριακή προσευχή*.
[2: λόγ. < ελνστ. κυριακός `που ανήκει στον Kύριο΄· 1: σημδ. γαλλ. chἄmage du dimanche]