Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυριακοδρόμιο το [kirjakoδrómio] Ο42 : εκκλησιαστικό βιβλίο με ερμηνείες ή ομιλίες που αναφέρονται σε περικοπές από το Ευαγγέλιο ή τον Aπόστολο και οι οποίες διαβάζονται στην εκκλησία κάθε Kυριακή.
[λόγ. Κυριακ(ή) -ο- + -δρόμιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυριακοδρόμιον το· κυριακοδρόμιν.
-
- (Eκκλ.) βιβλίο που περιέχει τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα όλων των Kυριακών του έτους:
- απόστολον κυριακοδρόμιν μετά του μηνολογίου (Διαθ. Mαγγ. 47).
[<ουσ. Kυριακή + ‑δρόμιον. Η λ. στο Du Cange (λ. Κυριακή) και νεότ. (Κουμαν., Δημ.)]
- (Eκκλ.) βιβλίο που περιέχει τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα όλων των Kυριακών του έτους: