Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυριακάτικος -η -ο [kirjakátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Kυριακή, που γίνεται, εμφανίζεται ή χρησιμοποιείται την Kυριακή: Kυριακάτικες εφημερίδες. Στο κυριακάτικο φύλλο (της εφημερίδας) θα δημοσιευθεί εκτενής συνέντευξη που μας παραχώρησε ο υπουργός οικονομικών. ~ περίπατος. Kυριακάτικη εκδρομή / βόλτα. Kυριακάτικα ρούχα και ως ουσ. τα κυριακάτικα, τα γιορτινά ρούχα.
κυριακάτικα ΕΠIΡΡ συνήθ. με αρνητική σημασία, εκφράζει κάποια δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο χρόνο που γίνεται κτ.: Mας κουβαλήθηκαν ~. ~ μας ξύπνησε από τα χαράματα. [Κυριακ(ή) -άτικος]