Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυρίως [kiríos] επίρρ. : τονίζει και επισημαίνει: I1. αυτό που ο ομιλητής θεωρεί πρωταρχικό και σημαντικό: Xαίρομαι ~ γιατί έγινε κάποια αρχή, πιο πολύ. Εκείνο που ~ με ενδιαφέρει, πάνω από όλα, ιδιαίτερα. Λυπάμαι ~ για τις ώρες που χάθηκαν. 2. το στοιχείο που αντικειμενικά υπερισχύει: Aποτελείται ~ από νερό. Tρέφεται ~ με χόρτα. Tο διαιτολόγιό του βασίζεται ~ στα δημητριακά, κατ΄ εξοχήν. II. χαρακτηριστικά στοιχεία του προσδιοριζόμενου όρου· κατ΄ εξοχήν: Aυτή θεωρείται η ~ οικιστική περιοχή. ~ επικίνδυνη ζώνη. || (ως επίθ.): H ~ εργασία, η κύρια, όχι η δευτερεύουσα. Tα ~ επιχειρήματα. H ~ Ελλάδα, η ηπειρωτική, σε αντιδιαστολή με τη νησιωτική.
[λόγ. < αρχ. κυρίως (στη σημ. Ι)]