Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυρίαρχος -η -ο [kiríarxos] Ε5 : 1. που είναι ο ισχυρότερος ή ο σημαντικότερος, που επικρατεί, προηγείται έναντι των άλλων και είναι απόλυτα καθοριστικός για την παραπέρα εξέλιξη ή πορεία τους: Kυρίαρχη τάση στην τέχνη σήμερα
Kυρίαρχο πρόβλημα της εποχής μας είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος. || H κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μας, που κυριαρχεί. 2. για κράτος, οργανισμό ή οργανωμένο σύνολο, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου· κυριαρχικός: Ο ~ λαός. Ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.
[λόγ.: 1: ελνστ. *κυρίαρχος (πρβ. ελνστ. κυριαρχία, κυριαρχικός)· 2: σημδ. γαλλ. souverain]