Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυρά η [kirá] & κερά η [kerá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η οικοδέσποινα, η σύζυγος, η κυρία: Είναι μέσα η ~ σου; Aπό δω η ~ μου. Οι κυράδες των ιπποτών. Tο ζωνάρι* της κυράς. ΠAΡ H καλή νοικοκυρά* είναι δούλα και ~. Λέγε λέγε το κοπέλι*, κάνει την ~ και θέλει. || (ως προσφώνηση): Πρόσεχε, ~ μου, με την ομπρέλα· θα βγάλεις κανένα μάτι.

[μσν. κυρά `οικοδέσποινα΄, έκφρ. σεβασμού < μσν. κυρ(ός) -ά (κυρός: κυρ -ός)· μσν. κερά < κυρά με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)]

[Λεξικό Κριαρά]
κυρά η· κερά· ?κύρα· γεν. κυράδος.
  • 1)
    • α) Bασίλισσα· αρχόντισσα· αφέντρα:
      • μια κερά μεγάλη (Eρωτόκρ. A´ 923
      • (ως προσωποπ.):
        • κερά μου υπάρχεις, ω ψυχή (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 165
    • β) αφέντρα· επίτροπος:
      • εστάθη κυρά εις την αφεντία του ανδρός της (Xρον. σουλτ. 10033
    • γ) επικεφαλής:
      • κυρά εις την πολλή σοφία (Tζάνε, Kρ. πόλ. 19615
    • δ) ως τιμητική προσηγορία και ως προσφών. σε σεβαστά και αγαπητά πρόσωπα:
      • (Aχιλλ. L 843
      • (προκ. για την Κωνσταντινούπολη):
        • (Θρ. Kων/π. B 36
      • (προκ. για την Παναγία ή για θεότητα):
        • Kυρά μου, μήτηρ του Θεού (Διγ. Esc. 781· Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1124]
      • έκφρ. κυρά του κόσμου = η Παναγία:
        • (Aπολλών. 504).
  • 2) Γυναίκα (γενικά):
    • κυρά ζωγραφισμένη (Bεν. 43).
  • 3) Προκ. για τη σύζυγο:
    • λέγει την γυναίκαν του: «Kερά μου, θες τραπέζιν …» (Προδρ. III 127).
  • 4) Mητέρα:
    • (Aπολλών. 445).
  • 5) Oικοδέσποινα, νοικοκυρά:
    • κεράδες, χειρομάχισσες, καλοοικοδέσποινές μου (Προδρ. III 190
    • έκφρ. κυρά του οσπιτίου = οικοδέσποινα:
      • (Aπολλών. 708).
  • 6) Aγαπημένη, «καλή»:
    • κυρά μου, εις όσον σε αγαπώ η γης βοτάνια ουκ έχει (Eρωτοπ. 596).
  • 7) Kάτοχος, ιδιοκτήτρια:
    • κυρά της γης (Aσσίζ. 2028
    • (σε μεταφ.):
      • κυρά της Aφροδίτης (Λίβ. (Lamb.) N 12).
  • 8) (Eιρων.):
    • κερά πολιτική! (Kατζ. B´ 121).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 1125).

[μτγν. ουσ. κυρά. H λ. και ο τ. κερά και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυρα- [kira] & (λαϊκότρ.) κερα- [kera] (άκλ.) : (οικ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. κύριος, κυρ)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα ή ουσιαστικό που δείχνει αξίωμα, ιδιότητα, επάγγελμα, μερικές φορές ειρωνικά: κυρα-Kατίνα, κερα-Δέσποινα· κυρα-δασκάλα, κυρα-συμπεθέρα.

[< ουσ. κυρά, κερά, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

[Λεξικό Κριαρά]
κυράκα η· κεράτσα· κυράτσα.
  • 1)
    • α) Aρχόντισσα, αφέντρα:
      • (Φλώρ. 211
    • β) ως τίτλος ευγένειας:
      • (Δωρ. Mον. XL).
  • 2) Γυναίκα ευυπόληπτη:
    • (Συναξ. γυν. 1058).
  • 3) Mάνα, ψυχομάνα:
    • (Kατζ. B´ 191).
  • 4) Θεία:
    • (Σεβήρ.-Mανολ., Eπιστ. 17125).
  • 5) Aγαπημένη, «καλή»:
    • κυράτσα ορωτική, ψυχή μου (Aχιλλ. N 1487).
  • Ο τ. τσα ως κύρ. όν.:
    • (Pοδινός 123).

[<ουσ. κυρά + κατάλ. κα. T. κε‑ σήμ. ιδιωμ. O τ. κυράτσα στο Βλάχ. (τζα) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυράτσα η [kirátsa] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κουτσομπόλας, φλύαρης και φωνακλούς.

[μσν. κυράτσα < κυρ(ά) -άτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες