Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυνηγόσκυλο το [kiniγóskilo] Ο41 : σκυλί ράτσας κατάλληλης για κυνήγι, στο οποίο συμμετέχει εντοπίζοντας, συλλαμβάνοντας και μεταφέροντας το θήραμα.
[κυνήγ(ι) -ο- + σκυλ(ί) -ο]