Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυνηγητό το [kinijitó] Ο38 : 1. το τρέξιμο πίσω από κπ., που προσπαθώ να τον συλλάβω ή απλώς να τον προφτάσω: H αστυνομία εξαπέλυσε μεγάλο ~ για να συλλάβει τον κλέφτη. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το ~ της αστυνομίας. || (μτφ.): H εφορία άρχισε το ~ για να εντοπίσει τους φοροφυγάδες. || Aπό αύριο αρχίζει πάλι το ~, για υπεραπασχόληση, για διεκπεραίωση υποθέσεων που είναι επείγουσες. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο ένα ή περισσότερα παιδιά κυνηγούν τα υπόλοιπα για να τα πιάσουν.
[κυνηγ(ώ) -ητό]