Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυματώδης -ης -ες [kimatóδis] Ε11 : (μετεωρ.) για υδάτινη επιφάνεια που ταράσσεται από κύματα: H θάλασσα θα είναι ~ έως τρικυμιώδης.
[λόγ. < αρχ. κυματώδης `όπου σπάνε τα κύματα΄]