Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυματοθραύστης ο [kimatoθráfstis] Ο10 : 1. τεχνικό λιμενικό έργο που κατασκευάζεται κατά μήκος των λιμενικών βραχιόνων από υπερμεγέθεις ογκόλιθους, φυσικούς ή τεχνητούς, με σκοπό να προστατεύσει το λιμάνι από την ορμή των κυμάτων. 2. (μτφ.) για κτ. που προβάλλει αποτελεσματική αντίσταση σε επιθέσεις που έχουν την ορμή και τη διαδοχικότητα των κυμάτων: H Bυζαντινή Aυτοκρατορία ήταν ο ~ που έσωσε την Ευρώπη από ποικίλους εχθρούς.
[λόγ. κυματ- (κύμα) -ο- + -θραύστης μτφρδ. γαλλ. brise-lames]