Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυματοειδής -ής -ές [kimatoiδís] Ε10 : που παρουσιάζει μια ελαφρά καμπύλωση, που θυμίζει κύμα στη μορφή ή στην κίνηση: Kυματοειδή φύλλα αμιαντοτσιμέντου. ~ πυρετός, που παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις σε κανονικά διαστήματα.
[λόγ. < αρχ. κυματοειδής `που μοιάζει με κύματα, φουρτουνιασμένος΄ σημδ. γερμ. wellenartig]