Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυματιστός -ή -ό [kimatistós] Ε1 : που εμφανίζει κυματισμό: H κυματιστή επιφάνεια της θάλασσας || (μτφ.): Mια κυματιστή γραμμή, που δεν είναι ευθεία, που εκτείνεται με συνεχόμενες καμπύλες. Έχει μακριά κυματιστά μαλλιά, ελαφρά σγουρά.
[λόγ. κυματισ- (κυματίζω) -τός απόδ. γαλλ. ondulé]