Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυματισμός ο [kimatizmós] Ο17 : η κίνηση των κυμάτων, η ελαφρά αναδίπλωση μιας επιφάνειας υπό την επίδραση του ανέμου: Ο ~ της θάλασσας / της σημαίας. || (μτφ.): Yπήρχε ένας ελαφρός ~ στη φωνή της.
[λόγ. κυματισ- (κυματίζω) -μός]